-
1 ювелир
ювелир м Ι) (мастер) о κοσμηματοποιός 2) (продавец ) ο κοσμηματοπώλης* * *м1) ( мастер) ο κοσμηματοποιός2) ( продавец) ο κοσμηματοπώλης -
2 ювелир
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ювелир
-
3 ювелир
ювелирм ὁ χρυσοχόος, ὁ κοσμηματοπώλης. -
4 ювелир
[γιουβιλίρ] ουσ. α. χρυσοχόος, κοσμηματοπώλης -
5 ювелир
[γιουβιλίρ] ουσ α χρυσοχόος, κοσμηματοπώλης -
6 ювелир
-а α.χρυσοχόος κοσμηματοπώλης.
См. также в других словарях:
κοσμηματοπώλης — ο, θηλ. ις αυτός που πουλάει κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + πώλης (< πωλώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Ι. Π. Μηλιόπουλο] … Dictionary of Greek
κοσμηματοπώλης — ο αυτός πού πουλά κοσμήματα, χρυσοχόος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
αδαμαντοπώλης — ο πωλητής, έμπορος διαμαντιών και άλλων πολύτιμων λίθων, καθώς και τιμαλφών, κοσμηματοπώλης, χρυσοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. αδαμαντοπωλείο] … Dictionary of Greek
κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek